εξοφθαλμία

εξοφθαλμία
η
(ιατρ.), έντονη προεξοχή των βολβών των ματιών εξαιτίας μετατόπισής τους από την κοιλότητά τους, ως σύμπτωμα αρρώστιας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εξοφθαλμία — η παθολογική προπέτεια, προεξοχή τού οφθαλμικού βολβού έξω από την κανονική θέση στις κόγχες …   Dictionary of Greek

  • εξόφθαλμος — η, ο επίρρ. α 1. που τα μάτια του εξέχουν από τις κοιλότητές τους, που πάσχει από εξοφθαλμία (βλ. λ.), ο γουρλομάτης. 2. (ιατρ.), που έχει ως σύμπτωμα την εξοφθαλμία (βλ. λ.): Εξόφθαλμη βρογχοκήλη. 3. μτφ., ολοφάνερος, καταφανής: Εξόφθαλμη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακροκεφαλία — Παθολογική παραμόρφωση του κρανίου που προκαλείται από την πρόωρη συνοστέωση ορισμένων ραφών με αποτέλεσμα να αυξάνεται το ύψος του κεφαλιού και να αποκτά το κεφάλι σχήμα πυργοειδές. Η α., που πιθανώς οφείλεται σε ορμονικές διαταραχές,… …   Dictionary of Greek

  • εξοφθαλμικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εξοφθαλμία …   Dictionary of Greek

  • εξόφθαλμος — και εξώφθαλμος, ο (AM ἐξόφθαλμος, ον) 1. αυτός τού οποίου οι οφθαλμοί προεξέχουν από τις κόγχες 2. ολοφάνερος, οφθαλμοφανής νεοελλ. αυτός που προκαλεί εξοφθαλμία («εξόφθαλμος βρογχοκήλη») αρχ. αυτός που βλέπει κάτι με απληστία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”